- λατομώ
- (AM λατομῶ, -έω) [λατόμος]εξορύσσω λίθους ή μάρμαρα, εργάζομαι σε λατομείομσν.σκαλίζω παραστάσεις σε σκληρή επιφάνεια, λαξεύωαρχ.φρ. «λατομώ λάκκον» — σκάβω βραχώδες μέρος για να εξορύξω πέτρες ή μάρμαρα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λατομώ — λατόμησα, λατομήθηκα, λατομημένος, είμαι λατόμος, βγάζω πέτρες από λατομεία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
λατομῶ — λατομέω quarry pres subj act 1st sg (attic epic doric) λατομέω quarry pres ind act 1st sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αλατόμητος — η, ο (AM ἀλατόμητος, ον) νεοελλ. 1. αυτός που δεν λατομήθηκε, που δεν κόπηκε από λατομείο 2. (για τη γη) αυτή στην οποία δεν δημιουργήθηκαν, δεν ανοίχθηκαν λατομεία αρχ. μσν. ο αλάξευτος, απετροκόπητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερητ. + λατομητός <… … Dictionary of Greek
εκλατομώ — ( έω) (AM ἐκλατομῶ) 1. σκάβω πετρώδες έδαφος, λατομώ 2. κόβω, κοιλαίνω … Dictionary of Greek
λατομεύω — (Α) [λατόμος] πάπ. λατομώ … Dictionary of Greek
λατομητός — λατομητός, ή, όν (Α) [λατομώ] 1. αυτός που λατομήθηκε, που κόπηκε από βράχο 2. (για λίθο) πελεκητός, πελεκημένος πάνω στον βράχο (α. «κλίμακα λατομητήν», Στράβ. β. «λίθους λατομητούς», ΠΔ) … Dictionary of Greek
λατόμημα — το (Α λατόμημα) [λατομώ] λίθος που εξορύσσεται από λατομείο … Dictionary of Greek
λατόμηση — η [λατομώ] η εξόρυξη διαφόρων τύπων πετρωμάτων χωρίς μεταλλικά συστατικά από ανοιχτούς χώρους εκσκαφής μικρού σχετικά βάθους … Dictionary of Greek
λιθοτομώ — λιθοτομῶ, έω (AM) [λιθοτόμος] αφαιρώ με τομή λίθο σχηματισμένο σε κύστη αρχ. κόβω, πέτρες, λατομώ … Dictionary of Greek
μυριολατομημένος — μυριολατομημένος, η, ον (Μ) λαξεμένος με πολλές παραστάσεις, ολοσκάλιστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μυρι(ο) * + λατομημένος, μτχ. παρακμ. τού λατομῶ] … Dictionary of Greek